Αντιγράφω από ένα άρθρο του Μανώλη Πιμπλή στα «Νέα», το κείμενο μιας μαθήτριας της Γ’ Γυμνασίου. Ένα κείμενο γεμάτο ζωντάνια, το οποίο φανερώνει ότι μπορούμε οι άνθρωποι να παραμερίζουμε τα τεχνητά όρια που βάζουν ανάμεσά μας οι θρησκείες κι άλλες ανθρώπινες εφευρέσεις και να γινόμαστε ξανά άνθρωποι.
Σε διαγωνισμό που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος με θέμα «Ζω στον Νομό Έβρου, γράφω τη δική μου ιστορία», το πρώτο βραβείο πήρε το κείμενο της μαθήτριας της Γ΄ Γυμνασίου Γεωργίας Τοκαμάνη «Τη νύχτα που πλημμύρισε το ποτάμι». Γράφει, μεταξύ άλλων:
«Κατοικώ δίπλα στο ποτάμι, μα η γειτονιά μου δεν μου άρεσε καθόλου. Είχα, βλέπετε, την ατυχία να γειτονεύω με τους «άλλους». Ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή, διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμό.
Πόσο θύμωνα όταν τους άκουγα να μιλάνε και δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Τι σχέση είχα εγώ μ΄ αυτούς; Δεν ήθελα να παίζω με τα παιδιά τους. Τους γύριζα την πλάτη (…)
Ώσπου μια μέρα, άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού. Οι δρόμοι έγιναν ρυάκια που γρήγορα βρήκαν τον δρόμο για το ποτάμι. Η στάθμη του ανέβαινε.
Θ΄ αντέξουν τα φράγματα; Πιο πέρα ο Έβρος, μοναχικός και φαρμακωμένος, ξεχείλιζε την οργή του και στις δυο πλευρές που του γύριζαν την πλάτη χρόνια τώρα. (…)
Στις οκτώ το βράδυ, δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα μας. Ένας αστυνομικός έβαλε τέλος στις ελπίδες μας.
– Εκκενώστε αμέσως το σπίτι. Το ανάχωμα υποχώρησε. Φύγετε, φύγετε, φύγετε χωρίς καθυστέρηση. Σε πέντε λεπτά εγκαταλείπαμε το σπίτι. Αλλόφρων και η μελαχρινή γειτόνισσα, με τη φαρδιά βράκα, φώναζε στη γλώσσα της τα πέντε παιδιά της.
Όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε σ΄ ένα κοντινό υπερυψωμένο σημείο, όπου δεν κινδυνεύαμε.
Δεν το σήκωνε η καρδιά μας να απομακρυνθούμε πολύ από τα σπίτια μας που σιγά σιγά άρχιζαν να πλημμυρίζουν. Εφιάλτης. Και τότε, μέσα στο σκοτάδι της βροχερής νύχτας, εγένετο φως… Και είδα. Είδα την ίδια απόγνωση στα μάτια των δύο μανάδων. Τον ίδιο τρόμο μπροστά στο κακό.
Και τότε κατάλαβα. Δεν ήταν «άλλοι». Ίδιοι ήμασταν. Άνθρωποι. Τι σημασία είχε με ποιο όνομα επικαλούνταν τον Θεό τους; Τι σημασία είχε που η γλώσσα τους ήταν διαφορετική; Η γλώσσα της καρδιάς είναι ίδια.
Η σταγόνα που κύλησε στο μάγουλό μου δεν ήταν απ΄ τη βροχή. Ήταν ένα λυτρωτικό δάκρυ αγάπης για τους ανθρώπους που μοιράζονταν μαζί μας την κακιά στιγμή. Το συνομήλικό μου μουσουλμανάκι ξεχώρισε το λαμπερό δάκρυ. Άπλωσε το κοκαλιάρικο, μελαψό χεράκι του και μ΄ άγγιξε απαλά.
– Μην κλαις, μου είπε.
Κι εγώ δεν τραβήχτηκα (…)».
Μέσα στη μανία κάποιων να σηκώσουν φτιαχτά εμπόδια ανάμεσα στους ανθρώπους — να «αποδείξουν» την ανωτερότητα της μιας φυλής, του ενός χρώματος, της μιας θρησκείας — υπάρχουν κι ορισμένοι Άνθρωποι με την πραγματική, τη βαθιά και αιώνια σημασία της λέξης. Αυτοί που ξέρουν ότι «είμαστε όλοι ίδιοι».
Ευτυχώς…
Πολύ καλό. Μπράβο στο κορίτσι που το έγραψε, μπράβο και σε σένα Γιώργο που το αναδημοσίευσες.
Είναι εξαιρετικό το κείμενο.
Πριν λίγες μέρες διάβασα ένα περίπου παρόμοιο άρθρο, που βρίσκεται στη διεύθυνση:
http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=141091 .
Καλή συνέχεια!
Για να καλύψεις όλες τις περιπτώσεις, γράψε και λίγο για το ρόλο του Τουρκικού Προξενείου και τα άλλα παρατράγουδα. Μην βλέπεις μονο μια πλευρά που άλλαξε και είδε το διαφορετικό. H άλλη πλευρά τι κάνει? Πως βλέπει τους Έλληνες?
Για τους μουσουλμάνους που νοιώθουν τούρκοι και θέλουν ένωση με την Τουρκία?
Γράψε εκεί για τις unix χακιές σου και μην συμπεριλαμβάνεις links απο νεοταξικές εφημερίδες τύπου ελευθεροτυπια. Ένα στημένο παιχνίδι είναι.
Το να βλέπεις μόνο την πλευρά που “θέλει επανένωση με την Τουρκία” είναι εξίσου μονόπλευρο, οπότε δε νομίζω ότι είναι κάλυψη όλων των πλευρών. Δεν ξέρω σε ποιά παρατράγουδα αναφέρεσαι αλλά τι σχέση έχει το Τουρκικό Προξενείο με την ικανότητα δύο ανθρώπων που ζουν στον ίδιο χώρο να αισθάνονται “συνάνθρωποι” και ίσοι απέναντι τόσο στις καλές όσο και τις κακές πλευρές της φύσης;